- καθεδράριον
- καθεδρ-άριον, τό, Dim. of foreg., POxy.963 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθεδράριον — καθεδράριον, τὸ (Α) πάπ. (υποκορ. τού καθέδρα) μικρό κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθ έδρα + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ριν άριον σταμν άριον)] … Dictionary of Greek